- κοιτωνοφύλαξ
- κοιτωνοφύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοιτωνοφύλαξ — κοιτωνοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) φύλακας τού κοιτώνα, θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειο φύλαξ, θαλαμο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek